- παρλαπίπα
- η1. φλυαρία, πολυλογία, πάρλα2. ανόητα, ανούσια λόγια.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γερμ. paperlapapp «φλυαρία» κατ' επίδραση τού πάρλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρλαπίπας — ο [παρλαπίπα] φλύαρος και ανοητολόγος … Dictionary of Greek